βουλώ

βουλώ
βλ. βουλιάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βουλιάζω — και βουλώ 1. βυθίζω, καταποντίζω 2. βυθίζομαι, καταποντίζομαι 3. εξολοθρεύω, καταστρέφω 4. καταστρέφομαι οικονομικά ή ηθικά 5. (για περιοχή) υποχωρώ, κατακαθίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βουλιάζω είτε προήλθε < βολίζω* («ρίχνω τη βολίδα, εξετάζω το βάθος… …   Dictionary of Greek

  • ιδιοβουλώ — ἰδιοβουλῶ, έω (Α) ενεργώ σύμφωνα με τη δική μου βούληση, πράττω αυτό που κρίνω εύλογο εγώ ο ίδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + βουλώ ( βουλος < βουλή), πρβλ. ομο βουλώ, υστερο βουλώ] …   Dictionary of Greek

  • υστεροβουλώ — έω, Α σκέπτομαι μετά από ένα γεγονός ή μια πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + βουλῶ (< βουλος < βουλή), πρβλ. κοινο βουλῶ, ὁμο βουλῶ] …   Dictionary of Greek

  • ομοβουλώ — ὁμοβουλῶ, έω (Α) έχω την ίδια βούληση με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + βουλῶ (< βουλος < βουλή), πρβλ. κοινο βουλώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”